ενύπαρκτος

ενύπαρκτος
ἐνύπαρκτος, -ον (Μ)
1. αυτός που υπάρχει κάπου, ο υπαρκτός
2. αυτός που δεν έχει δική του υπόσταση αλλά ενυπάρχει σε κάποιο άλλο πράγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”